φάρμακ'

φάρμακ'
φάρμακα , φάρμακον
drug
neut nom/voc/acc pl
φάρμακε , φάρμακος
poisoner
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) …   Dictionary of Greek

  • καψερός — ή, ό (Μ καψερός, ή, όν) νεοελλ. (και ως έκφρ. οίκτου) δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς («τή λυπάμαι την καψερή τη γυναίκα») μσν. θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) + κατάλ. ερός (πρβλ. φαρμακ ερός, χλο ερός)] …   Dictionary of Greek

  • μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά …   Dictionary of Greek

  • οριγανίς — ὀριγανίς, ίδος, βοιωτ. ὀρίγανις, εως, ἡ (Α) το φυτό μάρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα ίς (πρβλ. φαρμακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • φαρμάσσω — και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α 1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ ὅτ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.) 2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”